- πίστωμα
- -ατος, τὸ, Α [πιστώ]1. βεβαίωση, εγγύηση2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση3. φρ. «γηραλέα πιστώματα»μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίστωμα — assurance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστωμάτων — πίστωμα assurance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστώμασιν — πίστωμα assurance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστώματα — πίστωμα assurance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστώματι — πίστωμα assurance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστευμα — τὸ, Α [πιστεύω] (ποιητ. τ.) το πίστωμα* … Dictionary of Greek